Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Ο εμπορακος και το αυγο


Μια φορά και έναν καιρό στη Χώρα του Ραγιά...ήταν ένας εμποράκος, σαν αυτούς που υπάρχουν και στις άλλες χώρες. Αυτού του εμποράκου, του κυρ Παντελή την ιστορία, θα αφηγηθούμε σήμερα.
Ο κυρ Παντελής είχε ένα μαγαζάκι, ένα μικρο παντοπωλείο. Παιδί ακόμα μπήκε στο μαγαζί, να βοηθήσει τον πατέρα του. Πέρασε τα νιάτα του μέσα στο μαγαζί, αλλά πρόκοψε, έκανε λεφτά, πήρε σπίτι, παντρεύτηκε, απόκτησε μια όμορφη γυναίκα και δυο παιδιά, μια κόρη και ένα γιο καμάρι και συνεχιστή του.
Τα χρόνια πέρναγαν κι ο Παντελής εκεί, ήσυχος να κοιτάει τη δουλίτσα του, το στόχο του, να πάει καλά το μαγαζί να μαζέψει λεφτά, λεφτά για την προίκα της θυγατέρας, λεφτά για τις σπουδές του γιου. Σ΄όλη την οικουμένη πόλεμοι, αγώνες, άνθρωποι σκοτώνονται για το δίκιο, για την αλήθεια, για ψωμί κι ο Παντελής εκεί στο μαγαζί, όπως όλοι οι Παντελήδες αυτοί του κόσμου μέσα και έξω από τα παραμύθια...
Ο Παντελής δεν νοιαζόταν για αυτά, μόνο στην εκκλησία πήγαινε κάπου-κάπου, για τ΄αλισβερίσι του με το θεό, τόσες λαμπάδες, και ένα καλό παιδί στο Μαρακι μου, τόσες και δώσε γεια στο Γιάννη μου, τόσες να πάει καλά το μαγαζί...
Αλλά γύρισε ο τρόχος, ήρθαν δύσκολα χρόνια, στη γειτονιά πιο κάτω άνοιξε κι άλλο μαγαζί, μεγάλο, σουπερμάρκετ το λένε και το΄χει μέγας και τρανός μαγαζατορας, κι έχει κι άλλα πολλά ίδια μαγαζιά, σ' όλη τη Χώρα του Ραγιά...Κι έπειτα κι άλλα σουπερμάρκετ που τα χουν πολλοί, και τους λένε πολυεθνικές που έχουνε τέτοια πολλά σ' όλη την οικουμένη ...
Ο Παντελής δυσκολευόταν, τα βγάζε δύσκολα. Κι ο φορατζής των Αρχοντάδων να ζητάει όλο και περισσότερα. Κι ο Παντελής ξεκίνησε να σκέφτεται, να αναρωτιέται γιατί να γίνονται όλα αυτά; Και άκουσε κι άλλους Παντελήδες σαν κι αυτόν, νοικοκύρηδες να κλαίνε για το χάλι το δικό τους, και της Πατρίδας τους μαζί.
Μα οι καιροί δυσκόλεψαν και για άλλους, και για τους εργάτες, και για τους ξένους, που από καιρό τους είχανε φέρει οι Αρχόντοι και τους πήραν στη δουλεψή τους οι Παντελήδες, και για τους νέους που δεν έβρισκαν δουλειά.
Και ο Παντελής άκουγε στην αγορά τους νοικοκύρηδες να κατηγορούν τους Αρχόντους που φέραν ξένα μεγάλα μαγαζιά, που δεν κάνουν κάτι να σταματήσουν τους ξένους που κλέβουν τα σπιτικά μας κάθε μέρα. "-Θα μου πεις, πεινάνε και κλέβουν" σκέφτηκε ο Παντελής "-αλλά μήπως έχω να φάω εγώ; να δώσω και αυτούς...". Αυτοί λοιπόν τα φταίνε όλα, με τα μαγαζιά τους και τα κοπάδια πειναλέων που μας κουβάλησαν στην Πατρίδα.


Και τα πράγματα δυσκόλεψαν κι άλλο, και η ανέχεια έφερε απελπισία,κι η απελπισία έφερε οργή...Και οι νέοι με τους εργάτες βγήκαν στους δρόμους, μαζί τους κ΄οι ξένοι , δίπλα τους, και οι δικοί μας να τους λένε Αδέρφια... "Μα τι λένε;" σκέφτηκε ο Παντελής, "Αδέρφια τους; Αυτοί είναι ξένοι...". Κι όμως οι νέοι έδειχναν να τους λυγίζουν τους αρχόντους, οι πολλοί να νικούν τους λίγους, το νέο να γκρεμίζει το παλιό. Κάτι φαίνεται να αλλάζει...
Τότε ήρθαν τα στοιχειά, καταραμένα στοιχειά, μαύρα και έφεραν το χάος, την καταστροφή...Και καίγονταν πάρκα, και καίγονταν πλατείες και σχολειά, και καίγονταν και μαγαζιά, στην αρχή τα μεγάλα μαγαζιά, αλλά σιγά-σιγά η καταστροφή πλησίασε και τα μικρά...Και κάηκε το μαγαζί του Κυρ Παντελή καταστράφηκε μαζί μ΄άλλων Παντελήδων τα μαγαζιά. Κοντά στη φωτιά όμως ήρθε και η Λεηλασία, κοινοί κλέφτες και νηστικοί ανάκατα ρημάζουν όσα δεν μπορούσαν να ΄χουν. Και ο Παντελής απελπισία σκέτη, να στέκει ανήμπορος, βουβός, φοβισμένος, οργισμένος...
Την άλλη μέρα οι Αρχόντοι είπανε πως δεν υπήρξαν στοιχειά, πως ήταν οι νέοι κ΄οι ξένοι με μαύρα ρούχα που βαλαν τη Φωτιά... Κ΄οι νέοι είπανε πως ήταν οι Πραίτορες που φορούσαν μαύρα και βαλαν τη φωτιά, να ξεσηκώσουν τους νοικοκυραίους, να πνίξει η οργή την Ελπίδα...Κι ο Παντελής στη μέση να μην ποιον ξέρει να πιστέψει...
Πέρασε λίγος καιρός , ο Παντελής ξαναφτιάξε το μαγαζί, αλλά φοβάται... Στην αρχή φοβόταν τα στοιχειά, έπειτα φοβότανε τους ξένους, και τελικά φοβότανε ακόμα και τους νέους. Στην αρχή φοβόταν, αλλά σιγά σιγά έμαθε και να μισεί, να φοβάται και να μισεί τα πάντα... Αλλά είναι μόνος, και πιο πολύ φοβάται παρά μισεί, γιατί δεν έχει τη δύναμη να εκφράσει το μίσος του. Και ποιος θα μπορέσει να σώσει τον Παντελή από τα στοιχειά, από τους ξένους;


Και τότε φάνηκε ο Δούκας , που παλιά ήταν μεγάλος ηγεμόνας, δυνατός και η γενιά του είχε πολεμήσει με στοιχειά και ξένους και πολλές φορές τους νίκησαν μάλιστα.
Και ο ξεπεσμένος ηγεμόνας ήρθε, και μίλησε στον κόσμο που φοβόταν και μισούσε τα στοιχειά, και τους έμαθε να μισούν κι άλλο, γιατί μαζεύει αυτός στρατό να διώξει τα μιάσματα να καθαρίσει την Πατρίδα. Κι ο Παντελής τον άκουσε και πήρε θάρρος και φοβόταν λιγότερο, αλλά μισούσε το ίδιο...
Και πήγε ο ίδιος ο Δούκας και τον είδε εκείνο το ίδιο βράδυ, δεν ήταν αυτός ο άρχοντας σαν τους άλλους, τον συμπονούσε τον Παντελή, ήταν και αυτός το ίδιο αγανακτισμένος από την κατάντια της Πατρίδα τους που μάτωνε κάθε μέρα. Ο Δούκας υποσχέθηκε να βοηθήσει τον Παντελή άλλα του ζήτησε να μείνει σταθερός στην αγάπη του για την πατρίδα, και μάλιστα του έδωσε φεύγοντας
ένα μαγικό φυλακτό για τα στοιχειά...Ένα μικρο αυγό από φίδι, ένα φίδι μαγεμένο που το αβγό του εκκολάπτεται μόνο αν το φοράς κατάσαρκα κοντά στη καρδιά σου. Ένα φίδι που θα βγει όταν ξανάρθουν τα στοιχειά και θα τα διώξει. "Άλλα να μην ξεχνάς Παντελή, κατάσαρκα δίπλα στην καρδιά, πάντα..." ήταν οι οδηγίες του άρχοντα. Και ο Παντελής τις τήρησε...
Σαν πέρασε ο καιρός ξανάρθε η Ανέχεια, ξανάρθε η οργή, ξανάρθε ο ξεσηκωμός, αλλά γύρισαν ξανά και τα στοιχειά. Αλλά ήρθε και ο Δούκας με λευκοφορεμένο στρατό να βοηθήσει τους ανικάνους Πραίτορες και έδωσαν μάχες, και βγήκαν άνθρωποι πολλοί στις μάχες, μαζί και ο Παντελής και μέσα στο χαμό ο Δούκας έδωσε τη φοβερή διαταγή: "-Βγάλτε τα φίδια, ας αρχίσει ο Αγών μας να διώξουμε τα στοιχειά και τους ξένους!!!"...Και τότε έγινε χαλασμός ,τα αβγά άρχισαν να σπάνε και να βγαίνουν σιχαμερά ερπετά, που δαγκώνανε το ίδιο ανάκατα στοιχειά, τους ξένους και τους νέους... Ο Δούκας κέρδισε τη μάχη...
Την άλλη μέρα ο Παντελής θρηνούσε για το κακό που έκανε το φίδι του, που δεν σκότωσε μόνο τα στοιχειά και τους ξένους, μα σκότωσε νέους, γυναίκες και παιδιά, μωρά ακόμα μες στις κούνιες τους...Μα έκλαιγε και για κάτι που τον τρόμαξε, κάποια στιγμή μες τον πανικό του φάνηκε πως ένα απ΄τα στοιχειά είχε το πρόσωπο του γιου του...

2 σχόλια:

VKP είπε...

Απο τα πιο αληθινά σχόλια των ημερών. Εύγε και σε ευχαριστώ.

ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ είπε...

Ο νοικοκύρης, ο κυρ Παντελής από το γνωστό τραγούδι, ε;

Free Hit Counter