Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Ο Μπάσταρδος (Μέρος 2ο)


Ο Μαραγκός στάθηκε έξω από την πόλη, σε μια βρύση που υπήρχε για τους διαβάτες, ήπιε λίγο νερό απ την πηγή και κάθισε στη σκιά ενός δέντρου ξαποστάσει... Γύρω του τα πουλιά κελαηδούσαν, η μέρα πήγαινε προς το απόγεμα, και ο ήλιος έπεφτε πίσω από τα βουνά και ο Μαραγκός συλογιζότανε πως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος. Γύρισε το βλέμμα του κατά το χωριό και είδε μια ομάδα ανθρώπων δίπλα του, καθόταν και τον κοιτούσαν σαν να περίμεναν κάτι από αυτόν... Μαζί τους και ο στρατιώτης, χωρίς τα όπλα του, είχε πετάξει και την πανοπλία του, φορώντας μονάχα τον κόκκινο χιτώνα του στρατού, ο Μαραγκός μόλις τον πρόσεξε χαμογέλασε...

Τι θέλετε; Γιατί με ακολοθουθείτε;” ρώτησε.

Μίλησε μας” απάντησαν αυτοί “πες μας για τον δρόμο που οδηγεί στη σωτηρία.”

Σωτηρία από τι; Από ποιον;”

Από την αμαρτία δάσκαλε, απ το κακό, από το μίσος που κουβαλάμε στις ψυχές μας” απάντησε ο στρατιώτης.

Και τι είναι αμαρτία φίλε μου;” ρώτησε ο Μαραγκός.

Όλοι σώπασαν, τι ερώτηση είναι αυτή, μα πριν προλάβουν να απαντήσουν ο Μαραγκός συνέχισε...

Δεν υπάρχει πια στον κόσμο αμαρτία, ούτε κακό, ούτε καλό, όλα τα ξεπερνά η αγάπη, αυτή είναι η σωτηρία που ψάχνετε, όχι για την ψυχή σας σε μια μελλοντική ζωή αλλά τώρα για τούτη τη ζωή που ζείτε... Αυτός είναι ο δρόμος, δεν είναι πάρε-δώσε, δεν υπάρχουν ούτε κανόνες, ούτε μαγικές συνταγές...”

Δείτε το δέντρο ζητάει αντάλλαγμα για τον ίσκιο που μας δίνει; 'Η το πουλί για το τραγούδι του; Τραγουδάει απλά γιατί έτσι νοιώθει, χαίρεται την ομορφιά του κόσμου και την κάνει τραγούδι, αυτό τον βρήκε τον παράδεισο του, εδώ, τώρα, έτσι απλά.”

Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω του και κρεμότανε από τα χείλη του, έτσι κουβέντιαζαν ως αργά μέχρι που κοιμήθηκαν εκεί, κάτω απ τα άστρα.

Το πρωί της επόμενης μέρας ο Μαραγκός αφού ξύπνησε, και έφαγε με τους συντρόφους του, σηκώθηκε και τους είπε:

Εγώ αδέρφια μου, το πήρα απόφαση δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ, πρέπει να μιλήσω θα γυρίσω όλη τη χώρα να πω αυτά που νοιώθω στον κόσμο, όπως έκανα και με σας, δεν ξέρω αν θα με ακούσουν μα αξίζει θαρρώ τον κόπο να προσπαθήσω... Ποιος έχει καρδιά να με ακολουθήσει; Μα το λέω, όποιος ρθει να ξέρει πως δεν θα γυρίσουμε πίσω σύντομα, στην αρχή η χώρα μας μετά ολάκερη η Αυτοκρατορία, όλοι πρέπει να μας ακούσουν, θα φέρουμε τον παράδεισο εδώ...”

Μα έχουμε οικογένειες, δουλειές πως να φύγουμε, δάσκαλε, που θα τα αφήσουμε;”

Ο άνθρωπος που αγαπάει έχει όλα τα αδέρφια, αδέρφια του, όλους τους γονείς γονείς του, όλα τα παιδιά παιδιά του, κι όσο για τις δουλειές τα πουλιά μήπως δουλεύουνε, ή τάχα επειδή δεν δουλεύουν χάνονται; Μη φοβάστε, έχετε εμπιστοσύνη, μπορούμε να το κάνουμε...”

Ζητάς πολλά” είπε κάποιος “δεν είναι τόσο απλό.”

Απλό είναι, μα δύσκολο, βαρύς ο δρόμος της αγάπης, κάποιοι δεν είστε έτοιμοι ακόμα, μα μην στενοχωριέστε, μονάχα προσπαθήστε να αλλάξετε τη ζωή σας εδώ, στο χωριό σας και θα το δείτε σαν είστε έτοιμοι θα ρθείτε να με ανταμώσετε...”

Αυτά τους είπε και κίνησε για το ταξίδι του, και στην πορεία αυτού του ταξιδιού του, πλήθος κόσμου τον ακολουθούσε, σεργιανούσανε τη χώρα κηρύσσοντας το λόγο της Αγάπης παντού. Η φήμη τους ταξίδευε πριν απ αυτούς, ένας Μαραγκός λέγανε και ένα πλήθος από κόσμο κινήσανε να σώσουν τον κόσμο. Λεγότανε πως ο Μαραγκός είναι μάγος, με μεγάλη δύναμη, πως κάνει θαύματα, γιατρεύει τυφλούς και σακάτηδες, μέχρι και νεκρό λέγανε πως γύρισε απ το θάνατο, κάποιοι μάλιστα πίστευαν ότι δεν είναι άνθρωπος, πως μπορεί πατέρας του να είναι κάποιο στοιχειό, η να τον έπιασε η μάνα του με κανένα θεό, όπως γινότανε παλιά με τους βασιλιάδες...

Έτσι πέρασαν δυο χρόνια, κάποια στιγμή περνούσαν κοντά από τα μέρη ενός τρομερού ανθρώπου, του Προφήτη, που ζούσε στο μεγάλο ποτάμι, ο Μαραγκός θέλησε να πάει να τον δει, μεγάλη ήταν κι εκείνου η φήμη, οι δυο τους τα είχαν βάλει με την αυτοκρατορία, προσπαθούσαν να αλλάξουν τούτο τον κόσμο.

Όταν έφτασε στο ποτάμι ο Μαραγκός είδε τον Προφήτη, να στέκει στη μια μεριά του ποταμού σε ένα θεόρατο βράχο και στην άλλη άχθη πλήθος να τον ακούει και να παραληρεί, άγριος να κυρρήσει με πάθος στον κόσμο την αλήθεια του, να μιλάει για φωτιά που πρέπει να κάψει τα πάθη τους, για το τσεκούρι που πρέπει να κόψει το δέντρο που κρατάει τούτη τη γη, γιατί παρασάπισε... Ο Μαραγκός τον άκουγε μαρμαρωμένος η δύναμη, η αποφασιστικότητα που έβγαζε αυτός ο άνθρωπος τον είχε συγκλονίσει, μα τα λάγια του τον τρόμαζαν, δεν ήξερε αυτός αν η φωτιά και το τσεκούρι μπορούσε να είναι δρόμος... Κι έτσι δεν άντεξε, ρώτησε:

Μα η φωτιά, το τσεκούρι, είναι δρόμος; Μπορούν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο;”

Ο Προφήτης σταμάτησε το λόγο του, γύρισε και κοίταξε προς το μέρος που άκουσε την φωνή που τον διέκοψε στην αντίπερα όχθη. “Ποιος μίλησε; Ποιος είσαι; Έβγα μπροστά να σε βλέπω” φώναξε.

Με τον ήλιο να πέφτει στην πλάτη του, τα μακριά μαύρα γένια και μαλλιά του, έμοιαζε με δαίμονα στον Μαραγκό και για μια στιγμή τρόμαξε απ την αγριάδα των ματιών του, μα έπειτα μαζεύοντας το θάρρος του έκανε μερικά βήματα και μπαίνοντας στο ποτάμι μέχρι τη μέση για να ξεχωρίσει απ τον όχλο, αποκρίθηκε...

Εγώ ο Μαραγκός, που έφυγα απ το χωριό μου, για να σώσω τον κόσμο σαν και του λόγου σου, μίλησα...”

Ώστε συ είσαι ο μάγος που λεν όλοι, που κάνεις τα θαύματα, που είσαι γιος του θεού ή του διαβόλου;”

Αυτά είναι παραμύθια” αντιγύρισε ο Μαραγκός “ανθρώπος είμαι κι εγώ σαν και σένα, όπως όλοι μας, κι όσο για τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα πότε, μπάσταρδος είμαι, μα δεν με νοιάζει, γονείς μου είναι όλοι τώρα, όλοι αδέρφια μου.”

Αδέρφια σου και οι άδικοι; Και οι φονιάδες, και οι πόρνες και οι μοιχοί;”

Αδέρφια μου όλοι, ναι. Ακόμη και ο άνομος βασιλιάς που κατηγορείς μέρα νύχτα, ο πιο βουτηγμένος στην αμαρτία απ όλους μας, κι αυτός αδερφός μου είναι... Φτάνει να αγαπήσει τον εαυτό του και τους γύρω του και αυτός ακόμα θα αλλάξει, θα το δεις.”

Δεν φτάνει, όχι δεν φτάνει αυτό, δεν είναι σωστό με ένα συγνώμη δεν γίνεται να σβήνονται οι ατιμίες, πρέπει να πληρώσουμε για την κατάντια μας...”

Εκδίκηση λοιπόν; Αυτή είναι η λύση;” ρώτησε ήρεμα ο Μαραγκός.

Όχι, όχι εκδίκηση, κάθαρση, φωτιά σ' αυτόν τον κόσμο, μαχαιριά στους άνομους, και στις στάχτες του παλιού κόσμου να φτιάσουμε τον καινούριο καλύτερο, πιο όμορφο...”

“Όχι μόνο στις στάχτες, μα και στο αίμα του παλιού κόσμου...” τον ξανάκοψε ο Μαραγκός, και η φωνή του βγήκε τρομαγμένη απο αυτά που ακουγε...

Και στο αίμα αν χρειαστεί, πρέπει να καθαρίσει ο τόπος απ τη σαπίλα, εγώ αυτό πιστεύω Μαραγκέ, αυτός είναι ο δρόμος ο δικός μου, και άσο έχω φωνή θα φωνάζω, θα κατηγορώ του άτιμους μέχρι να ενωθούν κι άλλες φωνές με τη δικιά μου, κι άλλα χέρια με τα δικά μου, να αλλάξουμε τον κόσμο... Αυτός είναι ο δρόμος μου Μαραγκέ, και όσο έχω φωνη, θα τον δειχνω και σ΄ αλλους... ”

Εγώ ξέρω πως όσο έχω καρδιά θα αγαπώ, αυτό και τίποτα άλλο” αποκρίθηκε ο Μαραγκός κοιτάζοντας ψηλά στον βράχο τα μάτια του Προφήτη.

Αυτός σαν άκουσε την απάντηση, χαμογέλασε και κατεβαίνοντας μέσα στο ποτάμι, αγκάλιασε και φίλησε τον Μαραγκό.

Δυο ταξιδιώτες στέκονται μπρος στην Αλλαγή, ο ένας την φοβερίζει για να ρθει, κι ο άλλος της χαμόγελα, να δούμε σε ποιον θα ανοίξει την πόρτα της... Ή ποιανού το κεφάλι θα πέσει πρώτο...”

Έτσι ο Μαραγκός αφού έμεινε λίγες μέρες κοντά στον προφήτη, τράβηξε για την πρωτεύουσα της χώρας, την Άγια Πόλη...

Free Hit Counter