Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Ο Μπάσταρδος (Μέρος 1ο)

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας Άνθρωπος, ένας απλός μαραγκός σε μια μικρή γωνιά της μεγαλύτερης Αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Ο μαραγκός πονούσε μέσα του από την αδικία, τα βάσανα που έβλεπε να ταλαιπωρούν τους γύρω του. Δεν μπορούσε, δεν άντεχε την ανθρώπινη δυστυχία, ήθελε να τα αλλάξει όλα... Μα πως; Τι να πει στους ανθρώπους, πως να αλαφρώσει τις καρδιές τους, πως να τους κάνει να νοιάζονται ο ένας για τον άλλο; Κι όμως ήταν τόσο απλό, αρκεί να αγαπούσαν οι άνθρωποι ο ένας τον άλλο και όλα θα άλλαζαν, ο κόσμος θα γινόταν όμορφος, παράδεισος...
Έτσι μια μέρα κίνησε να μοιραστεί την αλήθεια του αυτή με τους ανθρώπους, πήγε σε μια πλατεία ενός χωριού και μίλησε στον κόσμο που ήταν μαζεμένος στην αγορά, τους είπε:
"Σας φέρνω τον παράδεισο, σας τον φέρνω εδώ, τώρα, σ'αυτή τη ζωή, σε τούτη τη γη, όχι μετά το θάνατο, ούτε στους ουρανούς ή αλλού, εδώ, τώρα!"

Οι άνθρωποι απόρησαν, τι να τους λέει τάχα αυτός και ρώτησαν "Πως; Πως θα μας φέρεις τον παράδεισο εδώ; Ποιος είσαι; Με ποια δύναμη;"
"-Αδέρφια μου ένας είναι ο δρόμος να κάνουμε τη ζωή μας παράδεισο, αν αγαπάμε ο ένας τον άλλο, μόνο αυτό και τίποτα περισσότερο, φτάνει αυτό, ο κόσμος μας θα αλλάξει, θα γίνει καινούριος, όμορφος"

"Φτάνει αυτό;" ρώτησαν οι άνθρωποι.

"Αν αγαπάς δεν αδικείς, αν αγαπάς δεν κλέβεις, αν αγαπάς δεν δέχεσαι να σαι συ χορτάτος και οι γύρω σου νηστικοί, αν αγαπάς πονάς όταν πονά ο άλλος, χαίρεσαι όταν χαίρεται, αν αγαπάς είσαι στο πλάι του, τον βοηθάς, αν αγαπάς συγχωρείς... Και όσο για ποιος είμαι, είμαι ένας από εσάς, κάποιοι με ξέρετε σας έχω φτιάξει τραπέζια για να τρώτε, αλέτρια να οργώνετε τα χωράφια σας, κούνιες να κοιμούνται τα μωρά σας... Είμαι ο μαραγκός του διπλανού χωριού, ο μπάσταρδος έτσι με φωνάζετε το ξέρω, γιατί ο πατέρας μου έμεινε παράλυτος πριν παντρευτεί τη μάνα μου, εγώ ο Μπάσταρδος, που πόνεσα από την περιφρόνηση σας, που δεν με καταδεχόσασταν για συντροφιά, δεν σας κρατώ κάκια, δεν έχω μίσος για σας, σας αγαπώ και έτσι δεν μπορώ παρά μονάχα να σας συγχωρήσω."

Οι άνθρωποι τον άκουγαν μαγεμένοι, συγκινήθηκαν ο άνθρωπος αυτός μιλούσε στην καρδιά τους, αυτοί τον πόνεσαν κι αυτός τους αγαπά. Κάποιοι μάλιστα είπαν πως αυτός είναι μάλλον Άγιος ή προφήτης και τον πήραν το κατόπι…

Ο Μαραγκός είδε τον κόσμο πίσω του για μια στιγμή κιότεψε «Τι ζητάν όλοι αυτοί από μένα, τι μπορώ να τους δώσω;», γύρισε προς το μέρος τους και κοιτούσε το πλήθος σαν χαμένος. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ήθελε να έχει την ευθύνη άλλων, είπε απλά αυτά που πίστευε… Σιωπή.

«Δάσκαλε, δώσε μας τον Παράδεισο» φώναξε κάποιος.

«Δάσκαλε δώσε μας το δίκιο» ακούστηκε ένας άλλος, και έπειτα κι άλλοι πολλοί… φώναζαν, ζητούσαν, αποκαλούσαν το Μαραγκό δάσκαλο κι αυτός τα χανε, είχε πανικοβληθεί μπροστά στο πλήθος.

«Δεν είμαι δάσκαλος σας, δεν είμαι προφήτης, δεν ξέρω κάτι παραπάνω από εσάς».

«Δώσε μας τον Παράδεισο» ξαναφώναξε ο όχλος.

«Σας είπα πώς να τον βρείτε, δεν είναι δικός μου, δικός σας είναι, είναι κλειδωμένος στην καρδιά σας, απομένει μόνο να τον ελευθερώσετε, να τον φέρετε εδώ.» απάντησε ήσυχα τώρα ο Μαραγκός.

«Δεν είναι τόσο απλό, και η αδικία που μας γίνεται, είμαστε σκλάβοι, μην το ξεχνάς» απάντησε κάποιος από το πλήθος.

«Δεν είμαστε σκλάβοι κανενός, όλοι είμαστε αδέρφια, ολοι ειμαστε ισοι, δεν υπαρχουν ουτε δουλοι ουτε αφεντες, στάχτη με τη φλόγα της αγάπης όσα μας έκαναν, στάχτη κι ότι κάναμε και εμείς…»

«Και πόσο δίκιο είναι αυτό;»απάντησε ο ίδιος άνθρωπος.

«Δεν κατάλαβες αδελφέ μου», απάντησε ήρεμα ο Μαραγκός, «η αγάπη είναι πέρα από το δίκιο, πέρα από το άδικο, στον παράδεισο δεν έχουν θέση αυτά, η αγάπη τα ξεπερνά αυτά».

Ένας στρατιώτης που άκουγε τα λόγια του Μαραγκού, καθισμένος σε μια ταβέρνα στη γωνία της πλατειάς, σηκώθηκε και παραπατώντας έφτασε μπροστά στο Μαραγκό…

«Ώστε μπάσταρδε, είμαστε αδέρφια, ίσοι…ε;»

«Ναι» απάντησε ο Μαραγκός, «αυτό πιστεύω»

Ο στρατιώτης χαμογέλασε ειρωνικά, και έδωσε ένα χαστούκι στο Μαραγκό τόσο δυνατό, που τον σώριασε στα χώματα.

«Και τώρα αδέρφια είμαστε, μπάσταρδε;» και τόνιζε τη βρισιά να την ακούει ο μαραγκός, να τον προσβάλει…

Στο πλήθος δεν σάλευε κανείς, μερικοί φοβηθήκαν, άλλοι θύμωσαν, κάποια πόδια ήταν έτοιμα για τρέξιμο, και κάποια χέρια αντάμωσαν με λαβές μαχαιριών, όλοι κοιτούσαν με αγωνία το Μαραγκό και με ένα τόσο μεγάλο μίσος τον στρατιώτη, που αν δεν ήταν τόσο μεθυσμένος θα το ένοιωθε στην πλάτη του…

Ο Μαραγκός σηκώθηκε, και με ματωμένο στόμα και δάκρυα στα μάτια, στάθηκε μπροστά στον στρατιώτη, του γύρισε το άλλο μάγουλο… «Χτύπα ξανά αδερφέ μου…».

Ο στρατιώτης χλόμιασε, ντράπηκε να κτυπάει, κάποιον που δεν αντιστέκεται…

«Χτύπα ξανά αδερφέ μου…»

Ο στρατιώτης τα χάσε, τι ήταν αυτό, καμιά αντίσταση; Δεν καταλάβαινε, θύμωσε, τράβηξε το σπαθί του, όχι τόσο από θυμό, περισσότερο από περιέργεια, και το στρίψε κατά το μαραγκό.

Αυτός ήρεμος, και χαμογελαστός κοιτώντας τον στα μάτια αποκρίθηκε «Χτυπά αδερφέ μου»

Ο στρατιώτης κοιτούσε μαρμαρωμένος αυτά τα δυο μάτια, ήταν ήρεμα, δεν είχαν θυμό, δεν είχαν ειρωνεία, δεν είχαν καν περηφάνια… Τα γόνατα του λύγισαν, έπεσε, αγκάλιασε τα πόδια του ανθρώπου που πριν λίγο ήταν έτοιμος να σκοτώσει, και ένα κλάμα ξέσπασε από μέσα του, ένα κλάμα απαρηγόρητο σαν κλάμα μικρού παιδιού… και μια λέξη μοναχά ξέφυγε στα χείλη του… «Συγγνώμη, συγγνώμη…»

Ο μαραγκός έσκυψε του χάιδεψε τα μαλλιά, τον αγκάλιασε και χαμογελώντας του απάντησε «Δεν πειράζει, δεν ήξερες, κατάλαβες τώρα, αυτό φτάνει…»

Έπειτα γυρνώντας προς τον κόσμο είπε: «Αυτά είχα να πω, από εδώ και περά είναι στο χέρι σας…» και περνώντας ανάμεσα τους τράβηξε έξω από το χωριό.

Το πλήθος μούδιασε, μια αλήθεια φανερώθηκε μπροστά στα μάτια τους, τους αφαιρούσε κάθε δικαιολογία για τη δυστυχία τους, είδαν πως λύγισε ο στρατιώτης, πως έκλαιγε σαν μωρό, πως άλλαξε με την συγχώρεση, με την αγάπη…

Μα η ευθύνη ήταν βάρια, πως μπορούσαν να αλλάξουν τόσο, να αγαπήσουν φίλους και εχθρούς, δίκαιους και αδίκους, καλούς και κακούς, δεν ήξεραν πώς να το κάνουν αυτό, ο μαραγκός πάλι το έκανε πριν από λίγο μπροστά τους, χρειαζόταν τη βοήθεια του, όποτε τον ακλούθησαν…


Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Η Γη της Γριάς

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια Γριά, ήταν τόσο μεγάλη που τον περισσότερο καιρό δεν μπορούσε να φέρει στη θύμηση της τα νιάτα της, κάποιες φορές πίστευε πως δεν υπήρξε νέα και όμορφη ποτέ, θαρρούσε πως γεννήθηκε έτσι, με άσπρα μαλλιά, με ρυτίδες… Πλούσια και με μια μεγάλη έκταση γης δικιά της, τόσο μεγάλη που οι γιοι της έχανε φτιάξει χωριά ολάκερα μέσα σ΄ αυτή, χωριά και πόλεις πλούσιες, όμορφες, και ερχόταν κόσμος πολύς να ζήσει σ΄ αυτές και ευημερούσε. Είχε μια εγγονή που της έλεγε κάθε μέρα, τα παραμύθια που άκουγε για τη γιαγιά της. Η Γριά δεν ήξερε αν πράγματι όλα αυτά ήταν αλήθεια, αλλά δεν την ένοιαζε, άλλωστε δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα, καθόταν και άλλαζε ρόλο με την εγγονή μπροστά στο τζάκι.

Εκεί το μικρό κορίτσι της έλεγε για τη ζωή της, πως ήρθε η Γριά σε τούτη την γη, πως τη μοίρασε στα παιδιά της σαν αυτά μεγάλωσαν. Της στόρισε πως οι γιοι της μάλωναν για τα σύνορα που τους χώρισε η ίδια, πως πολλοί σκοτώθηκαν αναμεταξύ τους… Της είπε για τη μαυροφορούσα θυγατέρα της που στο όνομα της Αγάπης, σκότωνε, έκαιγε, βασάνιζε και κατακτούσε κι άλλη γης. Έμαθε η Γριά πως αυτή η κόρη της έκανε ένα γιο, τον Σκοτεινό, και μάνα και γιος δυνάστευαν τους πάντες.

Με την πληρωμή του Χρόνου όμως, πήρε τέλος η βασιλεία τους, και άλλη κόρη, από τη γενιά της πάλι, έδειξε στον κόσμο πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, λεύτεροι και αδέρφια μεταξύ τους. Μάλιστα οι γιοι της Γριάς σκεφτότανε μετά από χρόνια να καταργήσουν τα σύνορα που τους χώριζαν, να γίνουν ένα και να δώσουν στην κοινή τους πλέον γη το όνομα της τιμημένης μάνας…

Μα οι γιοι της πονηροί, ενώ προσπαθούσαν να ρίξουν ο ένας τον άλλο, για να μεγαλώσουν τη γη της Γριάς, στις πολιτείες γύρω από αυτή, προκαλούσαν ένα σωρό προβλήματα, άλλοτε δημιουργώντας έριδες, πόλεμους, δολιοφθορές, έβαζαν γειτονικούς και μακρινούς λαούς να σκοτώνονται… Να διαλύονται όσοι είναι έξω από τη Γη της Γριάς, πρώτα οι κοντινοί τους μα σιγά σιγά ολάκερη η οικουμένη γονάτισε κάτω από τη δύναμη των τρομερών παιδιών της Γριάς. Μα οι πόλεμοι και οι καταστροφές έκαναν τον κόσμο, να φεύγει από τα σπίτια του, να αφήνει πίσω ρημαγμένες πατρίδες και να κινάει για την ευλογημένη γη, τη γη της Γριάς. Και σαν έφταναν εκεί τους έδιναν δουλειά οι καταστροφείς τους, ξεδιάντροπα τους εκμεταλλευόταν για ένα ξεροκόμματο. Οι γιοι της Γριάς όμως, δεν τους θέλουν όλους εδώ, μόνο όσους χρειάζεται να χτίζουν τα σπίτια τους να δουλεύουν στα εργοστάσια, μην γίνουν πολλοί και σηκώσουν κεφάλι... Πήραν απόφαση να φτιάσουν ένα τείχος ψηλό, να γίνει η γη σαν φρούριο να μην περνάνε οι κατατρεγμένοι. Μα οι δύστυχοι κοίταγαν κατά το σπίτι της παλιάς αρχόντισσας, όσο και αν οι γιοι της είναι απάνθρωποι, αυτή έχει ευγενική καρδιά, θα τους πονέσει, θα τους μαζέψει στην αρχοντική αγκαλιά, ίσως τους δώσει μέλλον…

Η Γριά όταν άκουσε αυτά τα λόγια από την εγγονή της, δεν ήθελε να βοηθήσει απλά τους κατατρεγμένους, αλλά πονούσε, δεν άντεχε η περήφανη ψυχή της το άδικο των γιων της, και γύρευε συγχώρεση αυτή για λογαριασμό τους.

Μόλις είδαν οι γιοι της τι πάει να κάνει η μάνα τους, διώξανε την εγγονή της από κοντά της, την έκλεισαν μέσα στο σπίτι της και την άφησαν μόνη. Έτσι η Γριά μόνη πλέον, κλείστηκε στον εαυτό της ξανά, έχασε τις θύμισες της και περιφερόταν σαν αερικό στο παλιό αρχοντικό της.

Ένα βραδύ στις αρχές του χειμώνα, η Γριά καθόταν διπλά στο τζάκι, μοναχή της, τελευταία έτσι ζάρωνε δίπλα στη φωτιά, και τα μάτια της ταξίδευαν στις φλόγες. Τα μάτια της δεν ήταν όπως συνήθως, είχαν μια παράξενη λάμψη, λυπημένη και ένα δάκρυ ξέφυγε στα αυλάκια του πρόσωπου της… Άραγε δάκρυσε γιατί θυμήθηκε κάτι απ΄τη ζωή της;

Τάχα να θυμήθηκε ποιος ήταν ο άντρας της και να ξεδιάλυνε το μύθο, το μύθο που έλεγε ότι σ΄ αυτή τη γη την έφερε ένας βασιλιάς καβάλα σε ένα ταύρο ή μήπως ο βασιλιάς ήταν μασκαρεμένος σε ταύρο; Πως την έφερε εδώ και έδωσε το όνομα της σε τούτη τη γη και της τη χάρισε.

Η μήπως να φταίει αυτός ο τοίχος που ορθώνεται στον ορίζοντα; Δεν θυμάται αν αυτός ο τοίχος υπήρχε πάντα εκεί, μα την ενοχλεί, δεν ξέρει το γιατί, απλά πονά όταν τον βλέπει…

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Εϊ αδιάφορε



Ναι ρε, σε σένα μιλάω, που όλους τους βαρέθηκες, που τους σιχάθηκες όλους, εσένα που καμάρωνες στην παραλία με τη φραπεδιά στην ξαπλώστρα... Σε σένα που τους βλέπεις όλους ίδιους, μα στον καθρέφτη σου κοιτάς μόνο για χτένισμα μη και δεν πετύχουν τα τσουλούφια στο τρέντυ σου το μαλλί...

Μιλάμε για πολύ μεγάλη μαγκιά, τους έδειξες τώρα... Εκλογές και μαλακίες, τι σε νοιάζουν εσένα αυτά, εσύ δεν γουστάρεις να ασχολείσαι με τέτοια, το ότι δεν τα καταλαβαίνεις νομίζεις δεν είναι δικιά σου ευθύνη... Εσύ είσαι "απολιτίκ", χαλλλαρά, καλά να περνάμε και άλλα τέτοια κιμπάρικα, έτσι; Η ζωή είναι μικρή, γιατί να σκας; Κοίτα να περνάς καλά εσύ, εσύ να γουστάρεις κι όλα τα αλλά στα αποτέτοια σου... Η ομαδάρα σου μονάχα να κερδάει την Κυριακή, το Σάββατα να πίνεις τα μπυρόνια σου, να γαμάς και κάνα καλό μουνάκι, κι ο κόσμος ας πάει στο διάολο...

Βέβαια δεν πηγές να ψηφίσεις αλλά άμα παιχτεί καμιά θεσούλα στις εθνικές θα πας, έτσι; Άμα παίξει βολεψιματάκι, σε καμιά αργομισθία, αποκτάς πολιτική άποψη τότε, έτσι; Και αγώνα κάνεις για τον μπάρμπα που θα σε βολέψει, ή μήπως κάνω λάθος;

Λοιπόν άκου αυτό που θα σου πω, και βάλτο καλά μέσα στα άχυρα που έχεις στο κεφάλι σου, την επόμενη φορά που θα έρθει το νοίκι σου και κόβεσαι να το πληρώσεις, την επόμενη φορά που θα σε κράξει το αφεντικό σου στη δουλειά, την επόμενη φορά που θα δώσεις φακελάκι σε γιατρό, που θα πληρώσεις το φροντιστήριο των παιδιών σου, μη χαλιέσαι τράβα παραλία...και ο καφές δικός μου.


Ξέρεις κάτι; Η αδιαφορία σου με πληγώνει και με θυμώνει, με πληγώνει γιατί πάμε πίσω, πριν από τριάντα χρόνια μιλάγανε για εφτάωρο και τώρα δεν βρίσκεις ούτε ένσημα, ο κόσμος πισωγύρισε και δεν φταίνε οι Αρχοντάδες μας για αυτό, στο κάτω κάτω αυτούς τους συμφέρει, μεγαλύτερα κέρδη θα χουνε, μόνοι τους όμως δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω τον κόσμο, εσύ με την αδιαφορία σου τους βοήθησες… Με την τεμπελιά σου να ανοίξεις ένα βιβλίο, να ανοίξεις τα στραβά σου λιγάκι, να είσαι ικανός να αναλάβεις μια ευθύνη. Ότι είσαι ανίκανος δεν χρειάζεται να στο πω εγώ, μόνος σου λες πως τα βαριέσαι και δεν τα καταλαβαίνεις…

Το ότι πιστεύεις πως με την απαξίωση σου φεύγει και η ένοχη από την καμπούρα σου, είναι λάθος , απλά την δική σου καμπούρα δεν την βλέπεις, βλέπεις των τις καμπούρες των άλλων. Και στο φινάλε αν εσένα δεν σε εκφράζει τίποτα από τα υπάρχοντα, φτιάξε κάτι καινούριο… Αυτό όμως θέλει δουλειά ε;

Free Hit Counter