Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Ο τρελός και ο κρεμασμένος

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό χωριό σε κάποιον κάμπο στη χώρα του Ραγιά. Το χωριό αυτό, Υπομονή το λέγανε, σαν κάθε σωστό χωριό, έχει και τον τρελό του... Ο τρελός αυτός λοιπόν είναι στην πλατεία δυο μέρες τώρα, κάθεται σε ένα παγκάκι γελάει ασταμάτητα, και φωνάζει σε κάθε ραγιά που περνάει βιαστικός και αγχωμένος, με στεντόρεια φωνή: "Τρέχα Κοροϊδοοοοο!!!", και έπειτα σαν κάθε τρελός που σέβεται τον εαυτό του ξεκαρδίζεται στα γέλια...

Γιατί όμως ξεκίνησε ο τρελός αυτό το καινούριο βιολί; Ίσως να φταίνε τα τελευταία γεγονότα, που τάραξαν το χωριό της Υπομονής. Ίσως πάλι να φταίνε και οι καταστάσεις πριν τα γεγονότα, που οδήγησαν σε αυτά, αλλά για να μην σας μπερδεύω άλλο ας τα πάρουμε με τη σειρά...
Στην Υπομονή λοιπόν, κάποιοι άνθρωποι δούλευαν στα χωράφια για να βγάλουν το σιτάρι, κάποιοι στο μύλο που έκανε το σιτάρι αλεύρι και κάποιοι άλλοι στο φούρνο που έκανε το αλεύρι πίτες, υπήρχε ένας παπάς, ένας δάσκαλος, δυο χωροφύλακες και ο Πρόεδρος του χωριού, αυτοί μαζί με το Μυλωνά ήταν οι κάτοικοι του χωριού. Δούλευαν λοιπόν οι Ραγιάδες για το Μυλωνά, μα τα μεροκάματα ήταν μικρά, δύσκολα τα έβγαζαν πέρα, ανέχεια μεγάλη τους ταλαιπωρούσε.
Μέσα στους Ραγιάδες λοιπόν ήτανε και ένας νέος που τον λέγανε Μαρίνο. Ο Μαρίνος ήταν από τους πιο αγαπητούς ανθρώπους στο χωριό, κακό λόγο δεν είχε να πει κανείς για δαύτον, τίμιος, εργατικός, φιλότιμος. Αλλά δυστυχώς για τον ίδιο ήταν πολύ περήφανος και υπερβολικά ξεροκέφαλος.. Μια μέρα λοιπόν ο Μαρίνος καθώς γύριζε από τα χωράφια, βρήκε πολλούς από τους συγχωριανούς κάτω από τα πλατάνια στην πλατεία να συζητάνε που θα πάει η κατάσταση με τη φτώχεια τους. Ακούγοντας τους έτσι, κακομοίρηδες και μίζερους, θύμωσε μπήκε λοιπόν στο κέντρο και τους μίλησε
"Τι κλαίγεστε μωρέ; Άντρες είστε εσείς; Αφού μας αδικεί ας πάμε να ζητήσουμε αυτά που μας αξίζουν, να μας πληρώσει δίκαια αλλιώς θα σταματήσουμε να δουλεύουμε για αυτόν"
Οι Ραγιάδες σάστισαν, ξαφνιάστηκαν και θίχτηκαν λιγάκι από τον τρόπο του Μαρίνου, είχε δίκιο, αλλά αυτοί φοβότανε "Να πάμε είπε κάποιος, μα ποιος θα μπει μπροστά; Ποιος θα μιλήσει;" Ησυχία, κουβέντα δεν ακουγότανε κάτω από τον πλάτανο, ποιος να χει το θάρρος; Ήρεμα και σταθερά ο Μαρίνος αποκρίθηκε: "Εγώ, αν το θελε τε κι εσείς, θα του μιλήσω εγώ για λογαριασμό όλων μας". Χαρά στα πρόσωπα των Ραγιάδων, χαμόγελα μετά από καιρό, και να πετιέται ο τρελός και αρχίζει τα δικά του "Απάνω τους και τους φάγαμε, γεια σου Μαρίνο!!! Μα-ρι-νος, Μα-ρι-νος!!! Μαζί με τον τρελό όμως άρχισαν να φωνάζουν κι οι Ραγιάδες, και τράβηξαν όλοι μαζί με ενθουσιασμό κατά το λόφο που ήταν το σπίτι του αφεντικού τους.
Στο δρόμο πέρασαν και από την εκκλησία, ο τρελός άρχισε να βαράει την πόρτα της και να φωνάζει, βγαίνοντας ο παπάς τον κοίταξε αγριεμένος, μα πριν προλάβει να μιλήσει τον πρόλαβε ο τρελός,
"Παππού μου, έλα μαζί μας, θα μας πάει ο Μαρίνος να βρούμε το δίκιο μας στον αφέντη μας ", ο παπάς τον παραμέρισε και στράφηκε στο Μαρίνο.
"Που πάτε; Τι λέει αυτός ο παλαβός;"

"Τον άκουσες παπά μου, δεν έχω κάτι άλλο να σου πω...".
Ο τρελός συνέχισε "Θα ρθεις παπά μου, θα ρθεις παππούλη, θα ρθεις να βρούμε το δίκιο;".
"Παράτα με τρελέ" έκανε θυμωμένος ο παπάς "εμένα η δουλειά μου είναι το δίκιο του ουρανού, όχι το δικό σας", και του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα.
Η πορεία πιο κάτω συνάντησε τους δυο χωροφύλακες, ακίνητους στη μέση του δρόμου, με τα κουρμπάτσια στα χέρια και τις θήκες από τα πιστόλια ξεκούμπωτες, "Που πάτε; " Φώναξε ο Αστυνόμος, "ποιος είναι ο επικεφαλής;"

"Εγώ", αποκρίθηκε ο Μαρίνος, "πάμε να ζητήσουμε καλύτερα μεροκάματα, δεν θέλουμε να πειράξουμε κανέναν".

"Το καλό που σου θέλω, όχι αν πειράξεις κανέναν, αλλά και ένα τζάμι να σπάσει θα σε συλλάβω, δεν δέχομαι ταραχές στο χωριό μου εγώ, κατάλαβες ρε;"

"Κατάλαβα κυρ Αστυνόμε, μείνε ήσυχος."

Πετιέται ο τρελός ξανά και αρχίζει να χοροπηδάει γύρω γύρω, " Θα κάτσουμε φρόνιμοι, δεν θα πειράξουμε κανέναν, άκου τον Μαρίνο στρατηγέ μου, μείνε ήσυχος, μείνε ήσυχος!!"

"Τι ΄ναι ρε, έχεις και δικηγόρο δηλαδή;" έκανε στο Μαρίνο ο Αστυνόμος και έριξε μια κλοτσιά στον τρελό "Χάσου από τα μάτια μου ζωντόβολο, τσακίσου!".

Ο τρελός λούφαξε πίσω από τον Μαρίνο, αλλά δεν σταμάτησε να γελάει.
Μετά από αυτό το πλήθος έφτασε μπροστά στο σπίτι του Μυλωνά, μάλιστα βγήκε έξω στο δρόμο και τους πρόλαβε, πριν καν αρχίσει να μιλά ο Μαρίνος, ο αφέντης πήρε το λόγο, "Ξέρω γιατί είστε εδώ, μου τα είπε ο Πρόεδρος σας και έχετε δίκιο, έχετε όλο το δίκιο με το μέρος σας αλλά ακούστε με μια στιγμή σας παρακαλώ, να προτείνω κάτι και αν θέλετε το συζητάμε κιόλας." Οι Ραγιάδες στάθηκαν και κοίταξαν το Μαρίνο, αυτός είπε "Σε ακούμε, και εμείς να συζητήσουμε ήρθαμε, όχι για κακό, να βγάλουμε μια άκρη θέλουμε κι εμείς."

"Ξέρω ότι τα λεφτά που σας πληρώνω μπορούν να γίνουν και περισσότερα, και θέλω να γίνουν περισσότερα, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να δουλέψουμε όλοι μαζί, και στην αρχή θα πρέπει να κάνουμε όλοι κάποιες θυσίες."

"Τι θυσίες δηλαδή; " έκανε ο Μαρίνος.

"Άκου παιδί μου," είπε ο φούρναρης" είσαι νέος ακόμα, και δεν καταλαβαίνεις κάποια πράγματα... Για παράδειγμα, εγώ τι κάνω για να σας πληρώσω; Πουλάω τις πίτες που φτιάχνουμε, έτσι;"

"Έτσι."
"Κρατώ το κέρδος που πρέπει να κρατήσω, και πληρώνω και εσάς, έτσι με τη δουλειά μας όλοι μπορούμε και ζούμε, αλλά θέλω να με καταλάβετε, αυτή τη στιγμή πρέπει να προσπαθήσουμε όλοι παραπάνω, όπως ξέρετε, και στο διπλανό χωριό από εμάς την Απελπισία φτιάχνουν πίτες, και μάλιστα εκείνοι τις πουλάνε φτηνότερα από εμάς, πως να τους ανταγωνιστούμε για να έχουμε έσοδα;"

"Τι προτείνεις τότε;" ρώτησε ο Μαρίνος.

"Αν πουλήσω το ίδιο φτηνά με αυτούς τώρα, δεν θα μπορώ να σας πληρώσω, για αυτό θα πρέπει να αυξήσουμε την παράγωγη τόσο, που και χαμηλότερα από αυτούς να πουλάμε να μας φτάνουν αυτά που θα κερδίζουμε."

"Ναι αλλά για να γίνει αυτό πρέπει και παραπάνω, να δουλέψουμε και τα ίδια να πληρωνόμαστε, πόσο θα αντέξουμε;"

"Κοίτα Μαρίνο παιδί μου, εδώ χρειάζομαι τη βοήθεια σας, να πάμε έτσι λίγο καιρό, και με το πλεόνασμα των κερδών που θα βγάλουμε θα φτιάξω πιο σύγχρονο μύλο και μεγαλύτερο φούρνο, να έχουμε μεγαλύτερη παραγωγή από πίτες, και όταν γίνουν αυτά όχι μονό καλύτερα θα σας πληρώνω αλλά θα δουλεύετε και λιγότερο, τι λέτε; Μπορείτε να μου δώσετε ένα χρόνο διορία να καταφέρω να εκσυγχρονίσω το εργοστάσιο; Αυτό ζήτω."

Ο Μαρίνος στράφηκε στους συντρόφους του και τους ρώτησε τι να απαντήσει στον Μυλωνά, εκείνοι αφού το σκεφτήκαν λίγο συμφωνήσαν να δώσουν την ευκαιρία στον αφέντη τους, μόνο ο τρελός είχε κάτσει στην άκρη, και φαινόταν λυπημένος, δε γελούσε πια. Στο δρόμο για το γυρισμό ο Μαρίνος τον ρώτησε τι έχει, μα εκείνος ήταν άκεφος, δεν χόρευε πια μονό μουρμουράτε "Μας γέλασε, μας γέλασε...".

Έτσι ξεκίνησε ένας δύσκολος χρόνος για την Υπομονή, οι Ραγιάδες δούλεψαν πολύ, και περισσότερο από όλους ο Μαρίνος, και πάντα με το χαμόγελο, να δίνει κουράγιο σ΄όλους "Άιντε μωρέ, ένας χρόνος είναι περνάει, σκεφτείτε μετά πόσο καλύτερη θα γίνει η ζωή μας, υπομονή, ένας χρόνος είναι υπομονή, και δουλειά...".
Πέρασε ο χρόνος, το εργοστάσιο φτιάχτηκε, μαζί μ' αυτό όμως ο Μυλωνάς, έκανε και καινούριο σπίτι, παλάτι αληθινό, αγόρασε καινούρια άλογα, έκανε γιορτές στο σπίτι και καλούσε συνεργάτες και φίλους του από παντού, γλεντούσαν και τα γλέντια του αυτά συζητιόταν όχι μόνο στο χωριό της υπομονής, αλλά σ΄ολη τη Χώρα του Ραγιά. Μα καμία αλλαγή δεν ήρθε για τους Ραγιάδες, που ξανάρχισαν τη γκρίνια, αλλά αυτή τη φορά ήταν οι ίδιοι που πήγαν στο Μαρίνο και του ζήτησαν να πάνε ξανά στον Μυλωνά. Ο Μαρίνος δέχτηκε και πάλι.

Μόλις έφτασαν στο σπίτι του Μυλωνά, αντί να τον δουν έξω στο δρόμο όπως την προηγούμενη φορά, ήταν μέσα και περίμεναν αρκετή ώρα μέχρι να τους δεχτεί. Μέσα στο σπίτι μπήκε μόνο μια αντιπροσωπεία από τρεις Ραγιάδες, με το Μαρίνο αρχηγό.
"Σας ακούω" είπε ο Μυλωνάς "ποια τα αιτήματα σας;".

"Τι ποια τα αιτήματα μας; Θυμάσαι τι μας είπες πέρυσι;" αγανάκτησε ο Μαρίνος.

"Πέρυσι ήταν πέρυσι, φέτος είναι αλλιώς..."

"Τι αλλιώς δηλαδή; Δεν έγινε το εργοστάσιο, δεν πουλάμε περισσότερο;"

"Αυτά ισχύουν, και είναι κάτι που το πετύχαμε με κόπο, αλλά στο Χωριό της Απελπισίας δίπλα, εξακολουθούν να πουλάνε το ίδιο φτηνά με εμάς, πρέπει να τους ανταγωνιστούμε, δεν είναι τόσο απλό, είσαι νέος ακόμα, δεν έχεις δει πολλά, άκουσε με πρέπει να τους ανταγωνιστούμε, αν τους νικήσουμε θα κερδίσουμε περισσότερα, και εγώ και εσείς, λίγο υπομονή θέλω, σε παρακαλώ, θα δεις..."

Ο Μαρίνος ήταν προβληματισμένος, και τότε πάνω στον τοίχο της αυλής, άρχισε να φωνάζει ο τρελός "Το νου σου Μαρίνο, θα σε γελάσει πάλι, θα σε γελάσει!!!"

"Μη μου πεις πως παίρνεις στα σοβαρά αυτόν τον κρετίνο;" ρώτησε ο Μυλωνάς.

"Έχει δίκιο, μας κορόιδεψες, αλλά ως εδώ. Φτάνει, θα μας δώσεις αυτά που δικαιούμαστε, κάναμε μια συμφωνία και οφείλεις να την τηρήσεις."

"Κάναμε μια συμφωνία με τα περσινά δεδομένα, άλλαξαν οι συνθήκες, δεν μπορώ να κάνω τίποτα..."

"Είναι άδικο, δεν μπορούμε να ζήσουμε με αυτά που μας πληρώνεις, και κάναμε μια συμφωνία στο ξαναλέω!"

"Η συμφωνία εφόσον άλλαξαν οι συνθήκες δεν ισχύει, και στην Απελπισία δίπλα μας οι εργάτες ζουν με τα μισά λεφτά από ότι πληρώνω εσάς, αν δεν σας αρέσει πάτε εκεί, πάλεψα για αυτό το εργοστάσιο δεν θα το χρεοκοπήσω γιατί δεν σου φτάνουν εσένα τα λεφτά."

"Θα κάνουμε απεργία, να δούμε πως θα βγάλεις πίτες τότε."

"Στο ξανάπα είσαι μικρός, δεν καταλαβαίνεις, στην απεργία δεν θα σε ακολουθήσουν οι σύντροφοι σου, αλλά ακόμα και αυτό να συμβεί, η Απελπισία είναι δίπλα, θα φτιάξω εκεί εργοστάσιο. Κάντε λοιπόν ότι θέλετε, δε με νοιάζει!"

Ο Μαρίνος θύμωσε με την απειλή αυτή, τρελάθηκε, άφησε τον Μυλωνά και βγήκε στο πλήθος και τους είπε τι έγινε, εκείνοι μούδιασαν ρώτησαν το Μαρίνο τι θα γίνει, αυτός τους πρότεινε απεργία, αλλά οι Ραγάδες σώπασαν, φοβόταν τι θα γίνει αν φύγει ο Μυλωνάς...

Ο τρελός μόλις άκουσε την απειλή του Μυλωνά, έπεσε κάτω από τα γέλια, δεν σταματούσε με τίποτα, οι γύρω του μάλιστα τον χτύπησαν για να φύγει, έφυγε αλλά δεν σταμάτησε να γελάει.

Ο Μαρίνος θυμωμένος έφυγε, και όταν κάποιοι τον ρώτησαν τι θα κάνει, είπε πως πάει να πάρει αυτό που του ανήκει και τράβηξε για το εργοστάσιο, μονό ο τρελός τον ακλουθούσε από απόσταση. Μόλις ο Μαρίνος μπήκε στο εργοστάσιο, μπήκαν ξωπίσω του και οι χωροφύλακες, κανείς δεν ξέρει τι έγινε μέσα, αλλά σκοτώθηκε ένας χωροφύλακας, και ο Μαρίνος οδηγήθηκε στη φυλακή, άγρια ξυλάρμενος.
Ο κόσμος τρόμαξε, όταν πέρασαν οι χωροφύλακες με τον Μαρίνο αιμόφυρτο, δεμένο στη πλάτη ενός άλογου, όλοι κρυφτήκαν μονό ο τρελός ακολούθαγε την πένθιμη πομπή και δεν γελούσε πια. Έπειτα από λίγο καιρό έγινε η δίκη και ο Μαρίνος καταδικάστηκε να κρεμαστεί για το θάνατο του χωροφύλακα. Τον κρέμασαν ένα πρωί, λίγο πριν ξημερώσει, στον πλάτανο της πλατείας...

Οι Ραγιάδες περνούσαν από μπροστά του και ντρεπόταν για ότι έγινε, δεν λυπόταν τον Μαρίνο, τον εαυτό τους λυπόταν που δεν είχαν το θάρρος να τον ακολουθήσουν και τον εγκατέλειψαν... Αλλά δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι, από το φόβο του Αστυνόμου και από το φόβο της απειλής του Μυλωνά πως θα φύγει για το χωριό της Απελπισίας, να ανοίξει εκεί άλλο εργοστάσιο.

Μονάχα ο τρελός πήγαινε στο κρεμασμένο πτώμα και έπιανε κουβέντα μαζί του
"Αχ ρε Μαρίνο, εμένα λέτε τρελό, αλλά εσείς κάνετε τρέλες. Πήγες και σε σκότωσαν, γιατί; Θα πεις από απελπισία... Αλλά γιατί τόση απελπισία; Επειδή θα έφευγε ο Μυλωνάς; Και καλά οι άλλοι οι Ραγιάδες φοβηθήκαν ρε Μαρίνο και δεν ήξεραν τι να κάνουν... Εσύ γιατί έκανες ότι έκανες; Από θυμό; Από πείσμα; Θα έφευγε λέει ο Μυλωνάς και κάτι τρέχει στα γύφτικα... Μα κι αν έφευγε τι θα έκανε, θα έπαιρνε το εργοστάσιο μαζί του; Πως χάσατε τα λογικά σας με μια τέτοια απειλή;"
Και όσο το σκαφτότανε τόσο γελούσε, και κάθε φορά που πέρναγε Ραγιάς φοβισμένος και βιαστικός σαν όλους τους Ραγιάδες, τον χαιρέταγε με το δικό του τρόπο: "Τρέχα Κοροόϊϊδοο!!".

11 σχόλια:

suncitizen είπε...

Στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη όμως πραγματικότητα, ο μυλωνάς παίρνει επιδότηση από το κράρος, κλείνει το εργοστάσιο και ανοίγει άλλο στη Βουλγαρία... :)

Βεζύρης είπε...

Προσωπικα θελω να στεκομαι απεναντι απο αυτη την πραγματικοτητα, δεν θα επρεπε να υπαρχει ως τετοια, και κυριως δεν θα επρεπε να την αποδεχομαστε, στο χερι μας ειναι πιστευω να την καταστησουμε ενα παλιο εφιαλτη σε καποιο ντουλαπι της ιστοριας...

Γιάννης Παππάς είπε...

ανισότητα και στη διανομή του πλούτου
και στις εξουσίες οδηγούν
τους καρχαρίες σε άλλες θάλασσες
με πιο πολλά και φτηνά ψάρια
όσο υπάρχουν ψάρια και ψαράκια
θα ζουν οι καρχαρίες και θα είναι
με χοντρές κοιλιές και κουστούμια

καλή σου νύχτα

Ελενα καπακιώτου είπε...

το μεγαλο ψαρι τρψει το μικρο!!!!

καλη μερα ναχεις.

Βεζύρης είπε...

Ως ποτε θα καθομαστε τα ψαρακια να μας τρωνε γραβατωμενοι καρχαριες; Μηπως να μαζευομαστε σιγα σιγα και να κανουμε κακαβια με καρχαρια;

Ελενα καπακιώτου είπε...

τι λες??? φαντασου μπολικα ψαρακια γυρω απο ενα καρχαρια... τι μπορουν να κανουν??? ΤΙΠΟΤΑ!!!!

Βεζύρης είπε...

Απο μια μπουκιτσα το καθενα και μη φοβασαι, κατι θα γινει... Αλλα εδω ειναι το προβλημα, οτι τα ψαρακια δεν συνειδητοποιουν τη δυναμη που εχουν...

Freedom είπε...

Συμφωνώ με τους Βεζύρηδες. Όσο τα ψαράκια δεν συνειδητοποιούν τη δύναμή τους, θα παραμένουν τρομαγμένα, υποταγμένα στο πεπρωμένο που τα θέλει να γίνονται βορά του κάθε καρχαρία...κι έτσι πάντα θα αντηχεί η φράση του τρελού "τρέχα κορόιδο"...

ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ είπε...

Τρομερά αναλυτικό από πολλές απόψεις
πρώτον αναλύει την έννοια του καπιταλιστικού συστήματος . και δεύτερον τη ψυχολογία της μάζας..
Τρίτων ..το παραμύθι καλά κρατεί και στις μέρες μας ακόμα περισσότερο και εμείς σφυρίζουμε υπερφίαλα και περιμένουμε τους άλλους για να λυτρωθούμε από τα δεινά μας ..

φίλε ..θέλει αρετή και τόλμη η ελευθεριά έτσι κι αλλιώς και ο φόβος της διαχείρισης της μας κρατάει σιδηροδέσμιους μη χάσουμε τις αλυσίδες μας και τι θα γίνουμε μετά..

είσαι τρομερός ..

Βεζύρης είπε...

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, ο Κάλβος καλά τα λέει ποιος τον ακούει πια... Στιγμές μου φαίνεται πως χάθηκε και η αρετή και η τόλμη από τη ζωή μας.

ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΡΙΧΤΕΡ είπε...

καλα ειχα ξεχασει ποσο μου αρεσαν τα παραμυθια... θα μιλησω για την τεχνικη του αρτιοτητα που δεν εχει τιποτα να ζηλεψει απο τους μεγαλους παραμυθαδες. ε ενταξει για το περιεχομενο....με βρισκεις απολυτα και ολοκληρωτικα συμφωνη....
μπραβο!

Free Hit Counter