Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Η Γη της Γριάς

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια Γριά, ήταν τόσο μεγάλη που τον περισσότερο καιρό δεν μπορούσε να φέρει στη θύμηση της τα νιάτα της, κάποιες φορές πίστευε πως δεν υπήρξε νέα και όμορφη ποτέ, θαρρούσε πως γεννήθηκε έτσι, με άσπρα μαλλιά, με ρυτίδες… Πλούσια και με μια μεγάλη έκταση γης δικιά της, τόσο μεγάλη που οι γιοι της έχανε φτιάξει χωριά ολάκερα μέσα σ΄ αυτή, χωριά και πόλεις πλούσιες, όμορφες, και ερχόταν κόσμος πολύς να ζήσει σ΄ αυτές και ευημερούσε. Είχε μια εγγονή που της έλεγε κάθε μέρα, τα παραμύθια που άκουγε για τη γιαγιά της. Η Γριά δεν ήξερε αν πράγματι όλα αυτά ήταν αλήθεια, αλλά δεν την ένοιαζε, άλλωστε δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα, καθόταν και άλλαζε ρόλο με την εγγονή μπροστά στο τζάκι.

Εκεί το μικρό κορίτσι της έλεγε για τη ζωή της, πως ήρθε η Γριά σε τούτη την γη, πως τη μοίρασε στα παιδιά της σαν αυτά μεγάλωσαν. Της στόρισε πως οι γιοι της μάλωναν για τα σύνορα που τους χώρισε η ίδια, πως πολλοί σκοτώθηκαν αναμεταξύ τους… Της είπε για τη μαυροφορούσα θυγατέρα της που στο όνομα της Αγάπης, σκότωνε, έκαιγε, βασάνιζε και κατακτούσε κι άλλη γης. Έμαθε η Γριά πως αυτή η κόρη της έκανε ένα γιο, τον Σκοτεινό, και μάνα και γιος δυνάστευαν τους πάντες.

Με την πληρωμή του Χρόνου όμως, πήρε τέλος η βασιλεία τους, και άλλη κόρη, από τη γενιά της πάλι, έδειξε στον κόσμο πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, λεύτεροι και αδέρφια μεταξύ τους. Μάλιστα οι γιοι της Γριάς σκεφτότανε μετά από χρόνια να καταργήσουν τα σύνορα που τους χώριζαν, να γίνουν ένα και να δώσουν στην κοινή τους πλέον γη το όνομα της τιμημένης μάνας…

Μα οι γιοι της πονηροί, ενώ προσπαθούσαν να ρίξουν ο ένας τον άλλο, για να μεγαλώσουν τη γη της Γριάς, στις πολιτείες γύρω από αυτή, προκαλούσαν ένα σωρό προβλήματα, άλλοτε δημιουργώντας έριδες, πόλεμους, δολιοφθορές, έβαζαν γειτονικούς και μακρινούς λαούς να σκοτώνονται… Να διαλύονται όσοι είναι έξω από τη Γη της Γριάς, πρώτα οι κοντινοί τους μα σιγά σιγά ολάκερη η οικουμένη γονάτισε κάτω από τη δύναμη των τρομερών παιδιών της Γριάς. Μα οι πόλεμοι και οι καταστροφές έκαναν τον κόσμο, να φεύγει από τα σπίτια του, να αφήνει πίσω ρημαγμένες πατρίδες και να κινάει για την ευλογημένη γη, τη γη της Γριάς. Και σαν έφταναν εκεί τους έδιναν δουλειά οι καταστροφείς τους, ξεδιάντροπα τους εκμεταλλευόταν για ένα ξεροκόμματο. Οι γιοι της Γριάς όμως, δεν τους θέλουν όλους εδώ, μόνο όσους χρειάζεται να χτίζουν τα σπίτια τους να δουλεύουν στα εργοστάσια, μην γίνουν πολλοί και σηκώσουν κεφάλι... Πήραν απόφαση να φτιάσουν ένα τείχος ψηλό, να γίνει η γη σαν φρούριο να μην περνάνε οι κατατρεγμένοι. Μα οι δύστυχοι κοίταγαν κατά το σπίτι της παλιάς αρχόντισσας, όσο και αν οι γιοι της είναι απάνθρωποι, αυτή έχει ευγενική καρδιά, θα τους πονέσει, θα τους μαζέψει στην αρχοντική αγκαλιά, ίσως τους δώσει μέλλον…

Η Γριά όταν άκουσε αυτά τα λόγια από την εγγονή της, δεν ήθελε να βοηθήσει απλά τους κατατρεγμένους, αλλά πονούσε, δεν άντεχε η περήφανη ψυχή της το άδικο των γιων της, και γύρευε συγχώρεση αυτή για λογαριασμό τους.

Μόλις είδαν οι γιοι της τι πάει να κάνει η μάνα τους, διώξανε την εγγονή της από κοντά της, την έκλεισαν μέσα στο σπίτι της και την άφησαν μόνη. Έτσι η Γριά μόνη πλέον, κλείστηκε στον εαυτό της ξανά, έχασε τις θύμισες της και περιφερόταν σαν αερικό στο παλιό αρχοντικό της.

Ένα βραδύ στις αρχές του χειμώνα, η Γριά καθόταν διπλά στο τζάκι, μοναχή της, τελευταία έτσι ζάρωνε δίπλα στη φωτιά, και τα μάτια της ταξίδευαν στις φλόγες. Τα μάτια της δεν ήταν όπως συνήθως, είχαν μια παράξενη λάμψη, λυπημένη και ένα δάκρυ ξέφυγε στα αυλάκια του πρόσωπου της… Άραγε δάκρυσε γιατί θυμήθηκε κάτι απ΄τη ζωή της;

Τάχα να θυμήθηκε ποιος ήταν ο άντρας της και να ξεδιάλυνε το μύθο, το μύθο που έλεγε ότι σ΄ αυτή τη γη την έφερε ένας βασιλιάς καβάλα σε ένα ταύρο ή μήπως ο βασιλιάς ήταν μασκαρεμένος σε ταύρο; Πως την έφερε εδώ και έδωσε το όνομα της σε τούτη τη γη και της τη χάρισε.

Η μήπως να φταίει αυτός ο τοίχος που ορθώνεται στον ορίζοντα; Δεν θυμάται αν αυτός ο τοίχος υπήρχε πάντα εκεί, μα την ενοχλεί, δεν ξέρει το γιατί, απλά πονά όταν τον βλέπει…

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αυτή η γριά, έχει μια γειτόνισσα. Μια ηλιοκαμένη και "μαυροντημένη" γριά. Τους χωρίζει ένα αυλάκι μοναχά... Οι μύθοι λένε, πως ίσως να γέννησε τα παιδιά όλου του κόσμου, που αργότερα απλώθηκαν σε όλοι τη γη. Μπορεί και η γριά της ιστορίας σου να ήταν κόρη της. Αυτή βλέπει τα παιδιά της να πεινάνε και να σκοτώνονται για πολύχρωμες πέτρες. Πατέρας αυτών των παιδιών δεν είναι κάποιος Θεός. Ακόμη και οι Θεοί κάνουν διακρίσεις...

Καλησπέρα Τάκα... ;-) D4R14N

Ανώνυμος είπε...

Το "όλοι" μου ξέφυγε... :$

Free Hit Counter