
Ο "φίλος" μας λοιπόν συχνά πυκνά πουλούσε την πραμάτεια του και στη Χώρα του Ραγιά, μάλιστα ήταν από τους καλύτερους του πελάτες. Αυτό το κατάφερνε γιατί στη Χώρα του Ραγιά αυτοί που κυβερνούσαν είχαν πείσει τους Ραγιάδες πως όλοι οι ξένοι θέλανε το κακό τους. Πράγματι τους κυβερνήτες τους οι Ραγιάδες τους πιστεύανε, και θεωρούσαν φυσικό να θέλουνε όλοι να τους βλάψουν. Βλέπεις οι Ραγιάδες είχαν στα πολύ παλιά τα χρόνια κάτι ένδοξους προγόνους, και πιστεύανε πως είναι και αυτοί το ίδιο σπουδαίοι, άρα όλοι έπρεπε να τους ζηλεύουν και να θέλουν να τους βλάψουν. Τέλος πάντων, οι Ραγιάδες είναι αυτοί που είναι και χρειάζονται πολλά παραμύθια να τους περιγράψουν.
Τον καιρό εκείνο λοιπόν τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για τη χώρα, οι άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους, δεν είχαν λεφτά και το πράγμα χειροτέρευε συνέχεια. Ναι αλλά ο Άρχοντας μας είναι έμπορος και σαν τέτοιος έπρεπε να πουλήσει. Έτσι λοιπόν κίνησε για τη Χώρα του Ραγιά...
Όταν πήγε εκεί βρήκε τους κυβερνήτες και τους πρότεινε να τους πουλήσει τα όπλα του, μα αυτοί του είπανε πως είναι δύσκολο να πάρουν κι άλλα όπλα, ειδικά σε τέτοιους καιρούς, "δεν περισσεύουν λεφτά για όπλα αν τα πάρουμε θα ξεσηκωθούν οι Ραγιάδες." Και τότε ο Άρχοντας τους πρότεινε να βάλουν στο παιχνίδι τις μαριονέτες. Τις μαριονέτες τις είχανε οι ραγιάδες στα σπίτια τους σε κάτι μαγικά κουτιά για να τους λένε τι γίνεται στη χώρα τους και στον κόσμο. Έτσι ξεκίνησαν από τα μαγικά κουτιά οι μαριονέτες να λένε στους Ραγιάδες πως οι γείτονες τους θέλουν να τους αφανίσουν, να τους πάρουν τη χώρα και μάλιστα τώρα τελευταία φάνηκε ο στρατός των γειτόνων τους στα σύνορα. Ο κόσμος ανησυχούσε, φοβόταν, άρα ο Άρχοντας μπορούσε πλέον να κάνει τη δουλειά του. Έτσι πούλησε τα όπλα στους Ραγιάδες, αλλά καλού κακού τα πούλησε νύχτα, σε μυστική συμφωνία με τους κυβερνήτες, μάλιστα τους έδωσε και ένα ποσοστό που τον βοήθησαν, πάντα το έκανε αυτό με όποιον τον βοηθούσε.
Ο Άρχοντας γύρισε στον πύργο του και μέσα του γελούσε, γελούσε με τις μαριονέτες, όχι αυτές στο γυαλί, τις άλλες που παρίσταναν και τους κυβερνήτες. Και οι "κυβερνήτες" πάλι ήταν ήσυχοι γιατί κατάφεραν να κερδίσουν από τη συμφωνία χωρίς να τους καταλάβουν οι Ραγιάδες. Οι κυβερνήτες που δεν καταλάβαιναν η έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν,πως κάποια στιγμή, τα όπλα που τους πούλησε ο Άρχοντας θα τους κατάφερνε να τα χρησιμοποιήσουν...
Όλες οι μικρές και μεγάλες μαριονέτες δεν αισθανόταν καμιά ντροπή που ματωνόταν τα χέρια τους με αίμα προκαταβολικά, πριν αυτό χυθεί ακόμα, για να μπορούν οι Αρχοντάδες αυτού του κόσμου να πουλάνε το θάνατο...
Τον καιρό εκείνο λοιπόν τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για τη χώρα, οι άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους, δεν είχαν λεφτά και το πράγμα χειροτέρευε συνέχεια. Ναι αλλά ο Άρχοντας μας είναι έμπορος και σαν τέτοιος έπρεπε να πουλήσει. Έτσι λοιπόν κίνησε για τη Χώρα του Ραγιά...
Όταν πήγε εκεί βρήκε τους κυβερνήτες και τους πρότεινε να τους πουλήσει τα όπλα του, μα αυτοί του είπανε πως είναι δύσκολο να πάρουν κι άλλα όπλα, ειδικά σε τέτοιους καιρούς, "δεν περισσεύουν λεφτά για όπλα αν τα πάρουμε θα ξεσηκωθούν οι Ραγιάδες." Και τότε ο Άρχοντας τους πρότεινε να βάλουν στο παιχνίδι τις μαριονέτες. Τις μαριονέτες τις είχανε οι ραγιάδες στα σπίτια τους σε κάτι μαγικά κουτιά για να τους λένε τι γίνεται στη χώρα τους και στον κόσμο. Έτσι ξεκίνησαν από τα μαγικά κουτιά οι μαριονέτες να λένε στους Ραγιάδες πως οι γείτονες τους θέλουν να τους αφανίσουν, να τους πάρουν τη χώρα και μάλιστα τώρα τελευταία φάνηκε ο στρατός των γειτόνων τους στα σύνορα. Ο κόσμος ανησυχούσε, φοβόταν, άρα ο Άρχοντας μπορούσε πλέον να κάνει τη δουλειά του. Έτσι πούλησε τα όπλα στους Ραγιάδες, αλλά καλού κακού τα πούλησε νύχτα, σε μυστική συμφωνία με τους κυβερνήτες, μάλιστα τους έδωσε και ένα ποσοστό που τον βοήθησαν, πάντα το έκανε αυτό με όποιον τον βοηθούσε.
Ο Άρχοντας γύρισε στον πύργο του και μέσα του γελούσε, γελούσε με τις μαριονέτες, όχι αυτές στο γυαλί, τις άλλες που παρίσταναν και τους κυβερνήτες. Και οι "κυβερνήτες" πάλι ήταν ήσυχοι γιατί κατάφεραν να κερδίσουν από τη συμφωνία χωρίς να τους καταλάβουν οι Ραγιάδες. Οι κυβερνήτες που δεν καταλάβαιναν η έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν,πως κάποια στιγμή, τα όπλα που τους πούλησε ο Άρχοντας θα τους κατάφερνε να τα χρησιμοποιήσουν...
Όλες οι μικρές και μεγάλες μαριονέτες δεν αισθανόταν καμιά ντροπή που ματωνόταν τα χέρια τους με αίμα προκαταβολικά, πριν αυτό χυθεί ακόμα, για να μπορούν οι Αρχοντάδες αυτού του κόσμου να πουλάνε το θάνατο...