Μια φορά και έναν καιρό στη χώρα του Ραγιά ήταν μια γυναίκα, η Ξένη. Αυτή η γυναίκα δεν είχε γεννηθεί στη χώρα των Ραγιάδων, αλλά είχε μεταναστεύσει εκεί ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια και το παιδί της...
Σαν ήρθε στη χώρα του Ραγιά έπιασε δουλειά σε μια αποθήκη ενός μεγάλου μαγαζιού. Εκεί η Ξένη άρχισε να παλεύει για την καινούργια της ζωή, μα τα αφεντικά άλλα είχαν συμφωνήσει με τους εργάτες για την πληρωμή και άλλα έκαναν... Με δόλο κατάφεραν τους εργάτες να υπογράψουν διαφορετική συμφωνία και τους κλέψανε κομμάτι του μισθού τους... Οι εργάτες θύμωσαν, πληγώθηκαν, αλλά μπροστά στην ανάγκη τους έσκυψαν τοκεφάλι και δεν είπαν τίποτα... Μονάχα η Ξένη μίλησε, ζήτησε τα λεφτά που είχε συμφωνήσει στην αρχή και όπωςήταν φυσικό τα αφεντικά της, την έδιωξαν.
Μάλιστα τα αφεντικά της μιλήσανε και σε άλλα αφεντικά για τη συμπεριφορά της και το θράσος της, και η Ξένη δεν μπορούσε να βρει δουλειά και δυσκολεύοταν να τα βγάλει πέρα...
Ψάχνοντας για δουλειά η Ξένη, αντίκρυζε μόνο κλειστές πόρτες και η αλήθεια είναι πως είχε άρχισει να απελπίζεται... Και τότε άκουσε για τον Εργολάβο.
Ο Εργολάβος είχε μια εταιρεία και αναλάμβανε δουλειές για το Κράτος. Μάλιστα κάποιοι λένε πως ο Εργολάβος ήταν και φίλος των Αρχόντων ή τους δωροδοκούσε για να του δίνουν τα έργα που έπρεπε να φέρει εις πέρας. Έτσι λοιπόν η Ξένη χτύπησε και την πόρτα του Εργολάβου μπας και την πάρει για δουλειά, και ναι, αυτός την πήρε.
Η νέα δουλειά της Ξένης ήταν να καθαρίζει μαζί με άλλες γυναίκες τους κοινόχρηστους χώρους των Ραγιάδων. Ο μισθός ήταν μικρός αλλά η Ξένη είχε ανάγκη και συμβιβάστηκε, έτσι συνέχισε να παλεύει για ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια και το παιδί της.
Ώσπου μια μέρα, ο Εργολάβος αποφάσισε ότι δεν έβγαζε αρκετά, και είπε να μειώσει κι άλλο τον ήδη μικρο μισθό των καθαριστριών. Αλλά για μην μειωθούν και τα χρήματα που έπαιρνε απ το Κράτος για να κάνει τη δουλειά, έπρεπε και οι καθαρίστριες να υπογράψουν σε χαρτί ότι παίρνουν τα ίδια και όχι πως μειώθηκε ο μισθός τους. Με τους Αρχόντους ο εργολάβος τα είχε βρει και ήξερε πως ενώ γνώριζαν την άπατη, δεν θα λέγανε τίποτα αφού κάποιοι ήταν φίλοι του και τους άλλους τους είχε πληρώσει, για το τι θα έλεγαν οι Ραγιάδες αν μαθαίνανε την άπατη του δεν φοβόταν, γιατί και δεν ήταν εύκολο να μαθευτεί, και γνώριζε πως οι Ραγιάδες κατά βάθος ήταναδιάφοροι με τη δυστυχία των άλλων, πόσο μάλλον με την Ξένη και τις όμοιες της που κουβαλήθηκαν απ τιςπατρίδες τους...
Όμως η Ξένη μίλησε ξανά, αντιστάθηκε στην αδικία, και όχι μόνο αυτό αλλά την στηρίξανε και οι συνάδελφοιτης... Με τη βοήθεια των ανθρώπων που τη στηρίζανε η φωνή της πήρε δύναμη, ακουγότανε πιο πολύ τώρα, μάλιστα κάποιοι Ραγιάδες την ακούσανε, και ίσως από ντροπή για το δικό τους σκυμμένο κεφάλι την έβλεπαν με συμπάθεια, και διαμαρτυρότανε στους Αρχόντους για την αδικία του Εργολάβου...
Βλέποντας ο Εργολάβος πως η φωνή της Ξένης δυνάμωνε και ίσως να του ξεφύγει η κατάσταση, αποφάσισε να κλείσει της το στόμα... Στην αρχή προσπάθησε να την κάνει να σιωπήσει προσφέροντας της λεφτά, αλλά η Ξένηαρνήθηκε. Ο Εργολάβος θύμωσε, αυτός με τα λεφτά του εξαγόραζε Άρχοντες και να του αντιστέκεται μια δούλα... Έτσι στην αρχή την απείλησε, όχι ο ίδιος, αλλά πλήρωσε κάτι καθάρματα να το κάνουν για λογαριασμό του. Ότανείδε πως η Ξένη δεν λυγίζει, έστειλε τα καθάρματα που την απειλούσαν να την κάνουν να σωπάσει...
Έτσι ένα χειμωνιάτικο βράδυ όταν η Ξένη γυρνούσε απ τη δουλειά, κάποιοι μέσα στην νύχτα της επιτέθηκαν με βιτριόλι, της το έριξαν στα μάτια και στο πρόσωπο για να την σημαδέψουν, να φαίνεται ποια θα ναι η τύχη του επόμενου που θα αντισταθεί στους δυνατούς αυτού του κόσμου, την ανάγκασαν να το πιει, να σβήσει η φωνή πουφωνάζει για τις βρωμιές τους... κι αν έσβηνε και η ίδια απ΄ το δηλητηριο που την εβαλαν να πιει θα ταν ακομα καλυτερα...
Η επίθεση δυστυχώς για τον Εργολάβο μαθεύτηκε, και κάτω απ την πίεση μερικών Ραγιάδων, οι Άρχοντεςέστειλαν τους Φύλακες να ερευνήσουν τι είχε συμβεί. Ο Εργολάβος στην πραγματικότητα δεν ανησύχησε, γιατί όπως είπαμε και πριν τα είχε βρει με τους Άρχοντες, έτσι οι φύλακες είπανε τάχα πως ήταν ερωτικό έγκλημα, μααφού δεν έπεισαν κανένα έκαναν πως ψάχνουν να βρουν αυτούς που επιτέθηκαν στην Ξένη, για να θολώσουν τα νερά στα μάτια των Ραγιάδων...
Έτσι πέρασε καιρός, και κάποια μέρα οι Άρχοντες, για να δείξουν πως τάχα λυπήθηκαν την Ξένη, της χάρισαν ένα σπίτι, ίσως και να ΄χαν τύψεις, ποιος ξέρει, της υποσχέθηκαν μάλιστα ότι θα βρουν τον ένοχο... Έτσι έζησε η Ξένηστο σπίτι της καλά από δω και πέρα, και ο Εργολαβος καλυτερα με την καλυψη των Αρχοντων... Μονάχα οι Ραγιάδες, όσοι τουλάχιστον απ αυτούς είχαν φιλότιμο, σκύψαν το κεφάλι τους πιο χαμηλά, όχι μονάχα απο το φόβο που νοιώθουν πάντα, μα κι από ντροπή...
Κι εγώ, που η φωνή μου, Ξένη, είναι το ίδιο αδύναμη με τη δικιά σου, έτσι που στη χαμηλώσανε, μόνο ένα θέλω να πω : Συγνώμη.